Δείτε επίσης: Ζεῦγμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ζεῦγμᾰ τὰ ζεύγμᾰτ
      γενική τοῦ ζεύγμᾰτος τῶν ζευγμᾰ́των
      δοτική τῷ ζεύγμᾰτ τοῖς ζεύγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ζεῦγμᾰ τὰ ζεύγμᾰτ
     κλητική ! ζεῦγμᾰ ζεύγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζεύγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ζευγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεῦγμα < ζεύγνυμι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζεῦγμα ουδέτερο

  1. σύνδεσμος, που προκύπτει από ένωση πολλών αντικειμένων, όπως πλοία που κλείνουν την είσοδο λιμένα, φράγμα
    ※  ἀπέφραττον τὸ στόμα τοῦ λιμένος ζεῦγμα κατασκευάζοντες
    έφραξαν το στόμιο του λιμανιού, κατασκευάζοντας φράγμα
    (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη/ΙΓ, 1ος αιώνας π.Χ.)
  2. γέφυρα, σχηματιζόμενη από πολλά πλοία
    ※  ὡς λέγει Ἡρόδοτος ζευχθῆναι τὸν Ἑλλήσποντον͵ ἢ ὅτῳ τρόπῳ Ρωμαίοις ἐπὶ τῷ Ἴστρῳ ποταμῷ ζεῦγμα ποιεῖται καὶ ἐπὶ τῷ Ρήνῳ τῷ Κελτικῷ͵ καὶ τὸν Εὐφράτην καὶ τὸν Τίγρητα͵ ὁσάκις κατέλαβεν αὐτοὺς ἀνάγκη͵ ἐγεφύρωσαν
    όπως λέει ο Ηρόδοτος ότι γεφύρωσαν τον Ελλήσποντο, ή με τον τρόπο που οι Ρωμαίοι έφτιαξαν γέφυρα στον ποταμό Ίστρο και στον Κελτικό Ρήνο, και τον Ευφράτη και τον Τίγρη, όποτε το χρειάστηκαν, γεφύρωσαν
    (Αλεξάνδρου_Ανάβασις/Βιβλίο_Ε#p7.2, Φλάβιος Αρριανός, 2ος αιώνας)
  3. (μεταφορικά) δεσμά
  4. (σχήμα λόγου), όταν μια λέξη χρησιμοποιείται σε δυο σημεία, αλλά αφορά μόνο το ένα