Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ζεύγνυμι, ζευγνύω   ζεύγνυμαι 
Παρατατικός  ἐζεύγνυν, ἐζεύγνυον   ἐζευγνύμην 
Μέλλοντας  ζεύξω   ζεύξομαι, ζευχθήσομαι 
Αόριστος  ἔζευξα   ἐζευξάμην, ἐζεύχθην, ἐζύγην 
Παρακείμενος  ἔζευγμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐζεύγμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεύγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yewg- (ενώνωσυγγενές και ομόρριζο των ζεύγλη, ζυγός, θέμα ζευγ και ασθενές θέμα ζυγ

ζεύγνυμι

  1. θέτω υπό τον ζυγό
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 14 (14-15)
    ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἐπεὶ ζεύξειεν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους, | Ἕκτορα δ᾽ ἕλκεσθαι δησάσκετο δίφρου ὄπισθεν,
    τους ταχείς ίππους έζευε | και οπίσω από τ᾽ αμάξι σφικτόδενε τον Έκτορα συρτόν
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 783 (782-783)
    Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε | ζεύγνυσαν, αἶψα δ᾽ ἔπειτα πρὸ ἄστεος ἠγερέθοντο.
    Και αυτοί τες μούλες έζεψαν στ᾽ αμάξια και τους ταύρους | και με σπουδήν συνάχθηκαν εμπρός στην πόλιν
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1640 (1638-1641)
    ἐκ τῶν δὲ τοῦδε χρημάτων πειράσομαι | ἄρχειν πολιτῶν· τὸν δὲ μὴ πειθάνορα | ζεύξω βαρείαις, οὔτι μὴ σειραφόρον | κριθῶντα πῶλον·
    Τώρα με τ᾽ αγαθά του αυτού θα προσπαθήσω | να εξουσιάσω το λαό, κι όποιος μου κάνει | το δύσκολο, βαρύ ζυγό θα του φορτώσω, | όχι σα λεύτερο καλόθρεφτο πουλάρι·
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  2. ενώνω, συνδέω, συνάπτω
  3. ενώνω δύο όχθες με γέφυρα, κατασκευάζω γέφυρα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 4 (Μελπομένη), 141.1
      ὁ μὲν δὴ ἐποίεε ταῦτα, Ἱστιαῖος δὲ ἐπακούσας τῷ πρώτῳ κελεύσματι τάς τε νέας ἁπάσας παρεῖχε διαπορθμεύειν τὴν στρατιὴν καὶ τὴν γέφυραν ἔζευξε.
      Κι αυτός εκτελούσε τη διαταγή κι ο Ιστιαίος, ακούοντας το κάλεσμα —δε χρειάστηκε να φωνάξει δεύτερη φορά ο κήρυκας— διέθεσε όλα τα καράβια για να περνάν το στρατό στην άλλη όχθη και ξανάκανε τη γέφυρα.
      Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 4 (Μελπομένη), 87.2
      τοῦ δὲ Βοσπόρου ὁ χῶρος τὸν ἔζευξε βασιλεὺς Δαρεῖος, ὡς ἐμοὶ δοκέειν συμβαλλομένῳ, μέσον ἐστὶ Βυζαντίου τε καὶ τοῦ ἐπὶ στόματι ἱροῦ.
      και η περιοχή του Βοσπόρου, που ο βασιλιάς Δαρείος ένωσε τις ακτές του με γέφυρα, όπως οι υπολογισμοί μου με κάνουν να υποθέσω, βρίσκεται στη μέση της απόστασης που χωρίζει το Βυζάντιο από το ναό που είναι στο στόμιο του Πόντου.
      Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 5, 8.1
    Ἀλεξάνδρῳ δὲ ὅπως ἐζεύχθη ὁ Ἰνδὸς ποταμὸς οὐκ ἔχω εἰπεῖν, ὅτι μηδὲ οἱ συστρατεύσαντες αὐτῷ εἶπον. ἀλλά μοι δοκεῖ ὡς ἐγγυτάτω τούτων ἐζεῦχθαι, ἢ εἰ δή τινι ἄλλῃ μηχανῇ, ἐκείνῃ ἐχέτω.
    Πώς όμως γεφύρωσε ο Αλέξανδρος τον Ινδό ποταμό, δεν μπορώ να εξηγήσω, επειδή δεν το αναφέρουν ούτε και αυτοί που εξεστράτευσαν μαζί του. Νομίζω όμως ότι γεφυρώθηκε με τρόπο πολύ παρόμοιο με αυτούς· αν πάντως γεφυρώθηκε με κάποια άλλη τεχνική, ας είναι και έτσι.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
  4. δένω, στερεώνω
  5. ενώνω με τα δεσμά του γάμου
  6. (στη μέση φωνή) νυμφεύομαι
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 676 (675-676)
    ἀκήρατον δέ μ᾽ ἐκ πατρὸς λαβὼν δόμων | πρῶτος τὸ παρθένειον ἐζεύξω λέχος.
    αγνή απ᾽ το πατρικό με πήρες σπίτι, | παρθενική μου η κλίνη εσένα εδέχτη·
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία