Ετυμολογία

επεξεργασία
ενώνω < αρχαία ελληνική ἑνόω / ἑνῶ < εἷς < πρωτοελληνική *hens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm / *smih₂ < *séms < *sem- (ένας, μαζί)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈno.no/

ενώνω (παθητική φωνή: ενώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία