αντιανθενωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιανθενωτικός < αντι- + ανθενωτικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιανθενωτικός -ή -ό
- (θρησκεία) που αντιτίθεται, που είναι ενάντια στους ανθενωτικούς
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιανθενωτικός
|