Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
join joins
 
Βάσεις δεδομένων, SQL: όλες οι δυνατές περιπτώσεις συνένωσης (join)

join (en)

  1. ένωση, σύνδεση
  2. (μαθηματικά) σύνδεση, όρος στα μερικώς διατεταγμένα σύνολα
  3. (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) η συνένωση σχέσεων[1]
    Υπώνυμα: inner join (equijoin, theta join, natural join), outer join (full outer join, left outer join, right outer join), cross join και self-join
ενεστώτας join
γ΄ ενικό ενεστώτα joins
αόριστος joined
παθητική μετοχή joined
ενεργητική μετοχή joining

join (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ενώνω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί
    ⮡  Two parallel lines never join.
    Δυο παράλληλοι δεν ενώνονται ποτέ.
    ⮡  The river joins the Danube near Vienna.
    Αυτό το ποτάμι ενώνεται με το Δούναβη κοντά στη Βιέννη.
    ⮡  I joined the two pieces of wood.
    Ένωσα/Σύνδεσα τα δυο κομμάτια ξύλο.
    ⮡  A bridge joins the island with the mainland.
    Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ενώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους για να σχηματίσουμε μια ομάδα
    ⮡  We must join together to avoid a new war.
    Πρέπει να ενωθούμε για ν' αποτρέψουμε έναν καινούριο πόλεμο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) μπαίνω σε, γίνομαι μέλος ενός οργανισμού, μιας εταιρείας, ενός συλλόγου κτλ.
    ⮡  The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
    Ο νεαρός μουσικός δεν έχει σκεφτεί ποτέ να μπει στη συμφωνική ορχήστρα.
  4. (μεταβατικό) συναντώ, κάνω παρέα σε κάποιον, παίρνω μέρος σε κάτι που κάνει κάποιος άλλος ή για να πάω κάπου μαζί του
    ⮡  I will join you at the taverna.
    Θα σας συναντήσω στην ταβέρνα.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60 και 68, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04