join
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
join | joins |
join (en)
- ένωση, σύνδεση
- (μαθηματικά) σύνδεση, όρος στα μερικώς διατεταγμένα σύνολα
- (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) η συνένωση σχέσεων[1]
- Υπώνυμα: inner join (equijoin, theta join, natural join), outer join (full outer join, left outer join, right outer join), cross join και self-join
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | join |
γ΄ ενικό ενεστώτα | joins |
αόριστος | joined |
παθητική μετοχή | joined |
ενεργητική μετοχή | joining |
join (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ενώνω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί
- ↪ Two parallel lines never join.
- Δυο παράλληλοι δεν ενώνονται ποτέ.
- ↪ The river joins the Danube near Vienna.
- Αυτό το ποτάμι ενώνεται με το Δούναβη κοντά στη Βιέννη.
- ↪ I joined the two pieces of wood.
- Ένωσα/Σύνδεσα τα δυο κομμάτια ξύλο.
- ↪ A bridge joins the island with the mainland.
- Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.
- ↪ Two parallel lines never join.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ενώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους για να σχηματίσουμε μια ομάδα
- ↪ We must join together to avoid a new war.
- Πρέπει να ενωθούμε για ν' αποτρέψουμε έναν καινούριο πόλεμο.
- ↪ We must join together to avoid a new war.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μπαίνω σε, γίνομαι μέλος ενός οργανισμού, μιας εταιρείας, ενός συλλόγου κτλ.
- ↪ The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
- Ο νεαρός μουσικός δεν έχει σκεφτεί ποτέ να μπει στη συμφωνική ορχήστρα.
- ↪ The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
- (μεταβατικό) συναντώ, κάνω παρέα σε κάποιον, παίρνω μέρος σε κάτι που κάνει κάποιος άλλος ή για να πάω κάπου μαζί του
- ↪ I will join you at the taverna.
- Θα σας συναντήσω στην ταβέρνα.
- ↪ I will join you at the taverna.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60 και 68, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04