ένωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ένωση | οι | ενώσεις |
γενική | της | ένωσης* | των | ενώσεων |
αιτιατική | την | ένωση | τις | ενώσεις |
κλητική | ένωση | ενώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ένωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕνωσις < ἑνόω / ἑνῶ < εἷς < πρωτοελληνική *hens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm / *smih₂ < *séms < *sem- (ένας, μαζί)
- σημασία: σύμπραξη < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική union
- χημεία < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Verbindung)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐νω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαένωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενώνω
- (χημεία) η χημική ένωση
- (θεωρία συνόλων) δυαδικός τελεστής που δέχεται ως τελεστέους δύο σύνολα και παράγει ως αποτέλεσμα ένα νέο σύνολο με τα στοιχεία και των δύο συνόλων
- η ένωση των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3, 10, 21 } είναι { 1, 2, 3, 4, 10, 21 }
- σύμβολο: ⋃
- ≠ αντώνυμα: τομή
- → δείτε ένωση συνόλων στη Βικιπαίδεια
- union (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons
- (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) ειδική περίπτωση της θεωρίας συνόλων (βλ. ορισμό παραπάνω), όπου τα σύνολα είναι οι σχέσεις, οι οποίες περιέχουν ως στοιχεία πλειάδες[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία (γενικά, σύμπραξη)
(χημεία)
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60 και 64, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04