ενώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενώνω
- θα ενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ένωση