↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμπραξη οι συμπράξεις
      γενική της σύμπραξης* των συμπράξεων
    αιτιατική τη σύμπραξη τις συμπράξεις
     κλητική σύμπραξη συμπράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμπραξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύμπρα(ξις) (βοήθεια) + -ξη. Μορφολογικά αναλύεται σε σύμ- + πράξη.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsim.bra.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐μπρα‐ξη
παλιότερος συλλαβισμός: σύμ‐πρα‐ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμπραξη θηλυκό

  1. η συνεργασία, η κοινή ενέργεια για την επίτευξη ενός κοινού έργου
    ⮡  σύμπραξη επιχειρήσεων με σκοπό τον επηρεασμό των τιμών
  2. παράταξη ανθρώπων και ένωσή τους υπό κοινές ιδέες, ιδεολογίες, θρησκευτικές πεποιθήσεις ή σκοπούς
  3. πολιτική παράταξη, το κόμμα, η συνιστώσα (η οποία ανήκει σε ευρύτερο σχήμα)
  4. ο συνασπισμός κομμάτων (στον οποίο ανήκουν επιμέρους συνιστώσες) - Προσοχή: να μη συγχέεται με τον προηγούμενο ορισμό λόγω ομοιότητας
  5. η συμμαχία, το ενιαίο μέτωπο, το μπλοκ
    ⮡  σύμπραξη των ολοκληρωτικών καθεστώτων κατά των δημοκρατικών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία