σύμπραξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμπραξη | οι | συμπράξεις |
γενική | της | σύμπραξης* | των | συμπράξεων |
αιτιατική | τη | σύμπραξη | τις | συμπράξεις |
κλητική | σύμπραξη | συμπράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύμπραξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύμπρα(ξις) (βοήθεια) + -ξη. Μορφολογικά αναλύεται σε σύμ- + πράξη.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsim.bra.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐μπρα‐ξη
- παλιότερος συλλαβισμός : σύμ‐πρα‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμπραξη θηλυκό
- η συνεργασία, η κοινή ενέργεια για την επίτευξη ενός κοινού έργου
- ⮡ σύμπραξη επιχειρήσεων με σκοπό τον επηρεασμό των τιμών
- παράταξη ανθρώπων και ένωσή τους υπό κοινές ιδέες, ιδεολογίες, θρησκευτικές πεποιθήσεις ή σκοπούς
- πολιτική παράταξη, το κόμμα, η συνιστώσα (η οποία ανήκει σε ευρύτερο σχήμα)
- ο συνασπισμός κομμάτων (στον οποίο ανήκουν επιμέρους συνιστώσες) - Προσοχή: να μη συγχέεται με τον προηγούμενο ορισμό λόγω ομοιότητας
- η συμμαχία, το ενιαίο μέτωπο, το μπλοκ
- ⮡ σύμπραξη των ολοκληρωτικών καθεστώτων κατά των δημοκρατικών
Συνώνυμα
επεξεργασία- συνέργεια
- κοινή δράση]
- από κοινού δράση
- συμπαράταξη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύμπραξη