συνιστώσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνιστώσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνιστώσα θηλυκό
- (φυσική) η δύναμη (ή άλλο διανυσματικό μέγεθος) που επηρεάζει την κατάσταση ενός σώματος. Η συνισταμένη αναλύεται σε συνιστώσες
- ※ Η εργασία αυτή διερευνά την αειφορικότητα των ενεργειακών αναβαθμίσεων στα κτίρια, ως ένα σύστημα πολυπαραγοντικό, που συντίθεται από -συχνά- αντιφατικές συνιστώσες. Ξεκινώντας από τα nZEB κτίρια, περιγράφει την αειφορικότητα μέσα από δεκαπέντε κριτήρια, τα οποία καλύπτουν και τους τρεις πυλώνες της αειφορίας: τον κοινωνικό, τον περιβαλλοντικό και τον οικονομικό (Ελένη Μήτσιου, από την εξοικονόμηση ενέργειας στην αειφορία, διατριβή MSc, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2020, [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνιστώσα
συστατικόεπεξεργασίαπολιτική υποομάδαεπεξεργασία |