συνιστώσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνιστώσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνιστώσα θηλυκό
- (φυσική) η δύναμη (ή άλλο διανυσματικό μέγεθος) που επηρεάζει την κατάσταση ενός σώματος. Η συνισταμένη αναλύεται σε συνιστώσες
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνιστώσα
συστατικό επεξεργασίαπολιτική υποομάδα επεξεργασία |