résultante
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
résultante | résultantes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrésultante (fr) θηλυκό
- (μαθηματικά) η συνισταμένη, η συνιστώσα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαrésultante (fr)
ενικός | πληθυντικός |
résultante | résultantes |
résultante (fr) θηλυκό
résultante (fr)