συνισταμένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνισταμένη < ουσιαστικοποιημένη μετοχή ενεστώτα του συνίσταμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνισταμένη θηλυκό
- (μαθηματικά) το διάνυσμα που αποτελεί το άθροισμα δύο διανυσμάτων
- (φυσική) η δύναμη που προκύπτει από την ένωση πολλών δυνάμεων, εφαρμοσμένων στο ίδιο σημείο
- το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον συνδυασμό πολλών παραγόντων
- Στον Γερμανό φιλόσοφο Φρίντριχ Ενγκελς ανήκει ο αφορισμός ότι το ιστορικό γεγονός είναι πάντα η συνισταμένη αμοιβαία αποκλειόμενων επιδιώξεων, έτσι που το τελικό αποτέλεσμα να είναι αυτό που δεν το θέλησε κανείς από τους πρωταγωνιστές του δράματος. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18 Απριλίου 2010)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνισταμένη
|
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασυνισταμένη και συνιστάμενη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συνιστάμενος