↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπαραγοντικός η πολυπαραγοντική το πολυπαραγοντικό
      γενική του πολυπαραγοντικού της πολυπαραγοντικής του πολυπαραγοντικού
    αιτιατική τον πολυπαραγοντικό την πολυπαραγοντική το πολυπαραγοντικό
     κλητική πολυπαραγοντικέ πολυπαραγοντική πολυπαραγοντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπαραγοντικοί οι πολυπαραγοντικές τα πολυπαραγοντικά
      γενική των πολυπαραγοντικών των πολυπαραγοντικών των πολυπαραγοντικών
    αιτιατική τους πολυπαραγοντικούς τις πολυπαραγοντικές τα πολυπαραγοντικά
     κλητική πολυπαραγοντικοί πολυπαραγοντικές πολυπαραγοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυπαραγοντικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυπαραγοντικός

  • που σχετίζεται με πολλούς παράγοντες
    ※  Η εργασία αυτή διερευνά την αειφορικότητα των ενεργειακών αναβαθμίσεων στα κτίρια, ως ένα σύστημα πολυπαραγοντικό, που συντίθεται από -συχνά- αντιφατικές συνιστώσες. Ξεκινώντας από τα nZEB κτίρια, περιγράφει την αειφορικότητα μέσα από δεκαπέντε κριτήρια, τα οποία καλύπτουν και τους τρεις πυλώνες της αειφορίας: τον κοινωνικό, τον περιβαλλοντικό και τον οικονομικό (Ελένη Μήτσιου, από την εξοικονόμηση ενέργειας στην αειφορία, διατριβή MSc, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2020, [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία