συμπαράταξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπαράταξη | οι | συμπαρατάξεις |
γενική | της | συμπαράταξης* | των | συμπαρατάξεων |
αιτιατική | τη | συμπαράταξη | τις | συμπαρατάξεις |
κλητική | συμπαράταξη | συμπαρατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπαρατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπαράταξη < ελληνιστική κοινή συμπαράταξις < αρχαία ελληνική συμπαρατάσσομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπαράταξη θηλυκό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμπαρατάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπαράταξη