ενικός         πληθυντικός  
collaboration collaborations

Ουσιαστικό

επεξεργασία

collaboration (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνεργασία, η σύμπραξη, η ενέργεια του συνεργάζομαι μαζί με άλλο άνθρωπο ή ομάδα ανθρώπων για τη δημιουργία κάτι
      Collaboration with well-known architects was very useful.
    Η συνεργασία του με γνωστούς αρχιτέκτονες ήταν πολύ χρήσιμη.
      Their collaboration was effortless and natural, as if they had been working together for years.
    Η συνεργασία τους ήταν άκοπη και φυσική, σαν να συνεργάζονταν για χρόνια.
      Collaboration between the two companies led to significant innovation.
    Η σύμπραξη των δύο εταιρειών οδήγησε σε σημαντική καινοτομία.
  2. η συνεργασία, η σύμπραξη, το έργο που παράγεται από τους συνεργάτες
      He sent in his collaboration to the newspaper.
    Έστειλε τη συνεργασία του στην εφημερίδα.
      The collaboration between the researchers led to new discoveries.
    Η σύμπραξη μεταξύ των ερευνητών οδήγησε σε νέες ανακαλύψεις.
  3. η σύμπραξη με τον κατακτητή, δωσιλογισμός

Συγγενικά

επεξεργασία