ενικός         πληθυντικός  
collaborator collaborators

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

collaborator (en)

  1. ο συνεργάτης, ένα άτομο που συνεργάζεται με ένα άλλο άτομο για να δημιουργήσει ή να παράγει κάτι όπως ένα βιβλίο
    ⮡  The collaborators of the encyclopedia/the dictionary, the authors.
    Οι συνεργάτες της εγκυκλοπαίδειας/του λεξικού, οι συγγραφείς.
  2. (κακόσημο) ο συνεργάτης, που συμπράττει με τον εχθρό, ο δωσίλογος
    ⮡  The sympathizers were collaborators with the Germans.
    Οι δωσίλογοι ήταν συνεργάτες των Γερμανών.