δωσίλογος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δωσίλογος | οι | δωσίλογοι |
γενική | του | δωσίλογου & δωσιλόγου |
των | δωσίλογων & δωσιλόγων |
αιτιατική | τον | δωσίλογο | τους | δωσίλογους & δωσιλόγους |
κλητική | δωσίλογε | δωσίλογοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωσίλογος αρσενικό
- (ιστορία) ο συνεργάτης του εχθρού που κατέχει τη χώρα του, ιδίως ο συνεργάτης των γερμανικών δυνάμεων κατοχής κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο
Συγγενικά επεξεργασία
- δωσιλογισμός
- → δείτε τις λέξεις δίνω και λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωσίλογος