Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δωσιλογισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δωσιλογισμ
ός
οι
δωσιλογισμ
οί
γενική
του
δωσιλογισμ
ού
των
δωσιλογισμ
ών
αιτιατική
τον
δωσιλογισμ
ό
τους
δωσιλογισμ
ούς
κλητική
δωσιλογισμ
έ
δωσιλογισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δωσιλογισμός
<
δωσίλογος
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δωσιλογισμός
αρσενικό
οι
ενέργειες
, η
δράση
και τα
πιστεύω
των
δωσίλογων
Άλλες μορφές
επεξεργασία
δοσιλογισμός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δωσίλογος
,
δίνω
και
λόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δωσιλογισμός
αγγλικά
:
collaboration
(en)
γαλλικά
:
collaboration
(fr)