Δείτε επίσης: συνεργάτις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεργάτης οι συνεργάτες
      γενική του συνεργάτη των συνεργατών
    αιτιατική τον συνεργάτη τους συνεργάτες
     κλητική συνεργάτη συνεργάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεργάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεργάτης (βοηθός) (< συνεργάζομαι) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coopérateur.[1] Μορφολογικά, δείτε συν- + εργάτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.neɾˈɣa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νερ‐γά‐της
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐ερ‐γά‐της
ομόηχο: συνεργάτις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεργάτης αρσενικό (θηλυκό συνεργάτρια, συνεργάτιδα ή συνεργάτις)

  1. που εργάζεται μαζί με κάποιον άλλο ή άλλους
  2. που συνεργάζεται
  3. (κακόσημο) συνεργός
    Στην Κατοχή, ήταν συνεργάτης των Γερμανών.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῠνεργᾰτα-
ονομαστική συνεργάτης οἱ συνεργάται
      γενική τοῦ συνεργάτου τῶν συνεργατῶν
      δοτική τῷ συνεργάτ τοῖς συνεργάταις
    αιτιατική τὸν συνεργάτην τοὺς συνεργάτᾱς
     κλητική ! συνεργάτ συνεργάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνεργάτ
γεν-δοτ τοῖν  συνεργάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεργάτης < (συνεργάζομαι) συνεργα- + -της.[1] Μορφολογικά, συν- + ἐργάτης < ἔργον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεργάτης αρσενικό (θηλυκό συνεργάτις)

  1. συνεργαζόμενος
  2. βοηθός
  3. σύντροφος

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συνεργάζομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία