Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό coopérateur coopérateurs
θηλυκό coopératrice coopératrices

  Ουσιαστικό επεξεργασία

coopérateur (fr)

  1. χειριστής (μιας μηχανής κ.α.) μαζί με κάποιον άλλον
  2. κάτοχος μεριδίου σε έναν συνεταιρισμό

Συγγενικά επεξεργασία