χειριστής
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χειριστής < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή χειριστής < χειρίζω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική manipulateur[1]
- για τον όρο στη βιολογία: → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.ɾiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρι‐στής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χειριστής αρσενικό (θηλυκό χειρίστρια)
- εκείνος που χειρίζεται ένα μηχάνημα που συνήθως ο χειρισμός του απαιτεί ειδικές τεχνικές γνώσεις
- (βιολογία) αλληλουχία DNA που βρίσκεται μεταξύ του υποκινητή και του πρώτου δομικού γονιδίου σε ένα οπερόνιο, στην οποία συνδέεται ο καταστολέας και εμποδίζει την RNA πολυμεράση να αρχίσει τη μεταγραφή των γονιδίων του οπερονίου[2]
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- χειρισμός
- χειριστήριο
- {βλ|και=1|χειρίζομαι}}
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χειριστής
Επεξεργασία
- ↑ «χειριστής» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ κεφάλαιο 2 - Αλεπόρου-Μαρίνου, et al., Βιολογία θετικής κατεύθυνσης Γ' τάξης Γενικού Λυκείου. Αθήνα, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ), χ.χ.