χειριστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χειριστήριο | τα | χειριστήρια |
γενική | του | χειριστήριου & χειριστηρίου |
των | χειριστήριων & χειριστηρίων |
αιτιατική | το | χειριστήριο | τα | χειριστήρια |
κλητική | χειριστήριο | χειριστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειριστήριο < (καθαρεύουσα) χειριστήριον < από την επίσης λόγια λέξη χειριστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειριστήριο ουδέτερο
- χώρος από τον οποίων γίνεται ο χειρισμός μηχανημάτων
- συσκευή με την οποία ελέγχεται η λειτουργία μηχανημάτων
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειριστήριο
|