καταστολέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταστολέας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καταστολεύς < καταστολ(ή) + (-εύς) -έας < αρχαία ελληνική καταστέλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταστολέας αρσενικό
- αυτός που καταστέλλει
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- «κατατολεύς» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .