καταστέλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταστέλλω < αρχαία ελληνική καταστέλλω < κατα- + στέλλω
Ρήμα
επεξεργασίακαταστέλλω , πρτ.: κατέστελλα, στ.μέλλ.: θα καταστείλω, αόρ.: κατέστειλα, παθ.φωνή: καταστέλλομαι, π.πρτ.: καταστελλόμουν, π.αόρ.: καταστάλθηκα/κατεστάλην, μτχ.π.π.: κατεσταλμένος