Δείτε επίσης: αποπνίγω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπνίγω < αρχαία ελληνική καταπνίγω < κατά + πνίγω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική étouffer)

καταπνίγω (παθητική φωνή: καταπνίγομαι)

  1. καταστέλλω (για εξέγερση, αντίδραση κ.λπ.)
    ※  Όταν καταπνίγηκε κάθε λαϊκή αντίσταση, ο Τσε πέρασε στο Μεξικό. (Έλλη Αλεξίου (1974) Ερνέστο Γκεβάρα [δοκίμιο])
  2. κρύβω, δεν κάνω φανερό (συναίσθημα κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία