πνίγω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πνίγω < αρχαία ελληνική πνίγω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pnew- (αναπνέω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
πνίγω (παθητική φωνή: πνίγομαι· μετοχή παθ. παρακ. πνιγμένος)
- προκαλώ το θάνατο κάποιου με ασφυξία είτε βυθίζοντας τον και κρατώντας μέσα σε νερό ή άλλο υγρό είτε χρησιμοποιώντας δηλητηριώδη αέρια ή άλλο μέσο
- τον έπνιξαν με μαξιλάρι
- (μεταφορικά) καταπιέζω
- Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε // ὡς προστασίας σημεῖον // εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε // καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας, // πάλαι, καὶ ἀκόμα. (Α. Κάλβος, Αι Ευχαί, στ')
- προκαλώ από αμέλεια ή με σκοπιμότητα τον πνιγμό κάποιου στη θάλασσα
- το πλοίο βούλιαξε και όλο το πλήρωμα πνίγηκε
- προκαλώ ή παθαίνω δύσπνοια
- μας πνίγουν τα καυσαέρια
- στραγγαλίζω
- την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια
- στενοχωρώ πολύ
- με πνίγει η αδικία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πνίγω | έπνιγα | θα πνίγω | να πνίγω | πνίγοντας | |
β' ενικ. | πνίγεις | έπνιγες | θα πνίγεις | να πνίγεις | πνίγε | |
γ' ενικ. | πνίγει | έπνιγε | θα πνίγει | να πνίγει | ||
α' πληθ. | πνίγουμε | πνίγαμε | θα πνίγουμε | να πνίγουμε | ||
β' πληθ. | πνίγετε | πνίγατε | θα πνίγετε | να πνίγετε | πνίγετε | |
γ' πληθ. | πνίγουν(ε) | έπνιγαν πνίγαν(ε) |
θα πνίγουν(ε) | να πνίγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έπνιξα | θα πνίξω | να πνίξω | πνίξει | ||
β' ενικ. | έπνιξες | θα πνίξεις | να πνίξεις | πνίξε | ||
γ' ενικ. | έπνιξε | θα πνίξει | να πνίξει | |||
α' πληθ. | πνίξαμε | θα πνίξουμε | να πνίξουμε | |||
β' πληθ. | πνίξατε | θα πνίξετε | να πνίξετε | πνίξτε | ||
γ' πληθ. | έπνιξαν πνίξαν(ε) |
θα πνίξουν(ε) | να πνίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πνίξει | είχα πνίξει | θα έχω πνίξει | να έχω πνίξει | ||
β' ενικ. | έχεις πνίξει | είχες πνίξει | θα έχεις πνίξει | να έχεις πνίξει | έχε πνιγμένο | |
γ' ενικ. | έχει πνίξει | είχε πνίξει | θα έχει πνίξει | να έχει πνίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε πνίξει | είχαμε πνίξει | θα έχουμε πνίξει | να έχουμε πνίξει | ||
β' πληθ. | έχετε πνίξει | είχατε πνίξει | θα έχετε πνίξει | να έχετε πνίξει | έχετε πνιγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν πνίξει | είχαν πνίξει | θα έχουν πνίξει | να έχουν πνίξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πνιγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πνιγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πνιγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πνιγμένο |