Ετυμολογία

επεξεργασία

πνίγω, αόρ.: έπνιξα, παθ.φωνή: πνίγομαι, π.αόρ.: πνίγηκα/(πνίχτηκα), μτχ.π.π.: πνιγμένος

  1. προκαλώ το θάνατο κάποιου με ασφυξία είτε βυθίζοντας τον και κρατώντας μέσα σε νερό ή άλλο υγρό είτε χρησιμοποιώντας δηλητηριώδη αέρια ή άλλο μέσο
      Τον έπνιξαν με μαξιλάρι.
  2. προκαλώ ή παθαίνω δύσπνοια
      Μας πνίγουν τα καυσαέρια.
  3. στραγγαλίζω
      Την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια.
  4. προκαλώ από αμέλεια ή με σκοπιμότητα τον πνιγμό κάποιου στη θάλασσα
      Το πλοίο βούλιαξε και όλο το πλήρωμα πνίγηκε.
  5. (μεταφορικά)
    1. καταπιέζω
        Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε // ὡς προστασίας σημεῖον //
      εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε // καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας, // πάλαι, καὶ ἀκόμα.
      Ανδρέας Κάλβος, ποίημα Αι Ευχαί, στ', συλλογή Λυρικά
    2. στενοχωρώ πολύ
        Με πνίγει η αδικία.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή: και προφορικοί τύποι: πνιχτώ, πνίχτηκα

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα