Δείτε επίσης: ἀποπνίγω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπνίγω < αρχαία ελληνική ἀποπνίγω < ἀπό + πνίγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew- (αναπνέω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈpni.ɣo/

  Ρήμα επεξεργασία

αποπνίγω (παθητική φωνή: αποπνίγομαι)

  1. (κυριολεκτικά) πνίγω (τελείως)
  2. (μεταφορικά) καταπνίγω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία