αποπνικτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπνικτικότητα < αποπνικτικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποπνικτικότητα θηλυκό
- (σπάνιο) το να είναι κάτι αποπνικτικό, η ιδιότητα του αποπνικτικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπνικτικότητα
|