Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποπνικτικώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποπνικτικώς
<
αποπνικτικός
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
αποπνικτικώς
θηλυκό
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
αποπνικτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποπνικτικώς
→
δείτε
τη λέξη
αποπνικτικά