αποπνικτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποπνικτικός < αποπνίγω + -τικός < αρχαία ελληνική ἀποπνίγω < ἀπό + πνίγω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική suffocant)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αποπνικτικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που αποπνίγει, που δυσχεραίνει την αναπνευστική λειτουργία
- (μεταφορικά) ασφυκτικός, καταπιεστικός
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αποπνικτικά
- → δείτε τις λέξεις αποπνίγω και πνίγω