↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπνικτικός η αποπνικτική το αποπνικτικό
      γενική του αποπνικτικού της αποπνικτικής του αποπνικτικού
    αιτιατική τον αποπνικτικό την αποπνικτική το αποπνικτικό
     κλητική αποπνικτικέ αποπνικτική αποπνικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπνικτικοί οι αποπνικτικές τα αποπνικτικά
      γενική των αποπνικτικών των αποπνικτικών των αποπνικτικών
    αιτιατική τους αποπνικτικούς τις αποπνικτικές τα αποπνικτικά
     κλητική αποπνικτικοί αποπνικτικές αποπνικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπνικτικός < αποπνίγω + -τικός < αρχαία ελληνική ἀποπνίγω < ἀπό + πνίγω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική suffocant)

  Επίθετο

επεξεργασία

αποπνικτικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που αποπνίγει, που δυσχεραίνει την αναπνευστική λειτουργία
  2. (μεταφορικά) ασφυκτικός, καταπιεστικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία