δυσχεραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσχεραίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσχεραίνω < δυσχερής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.sçeˈɾe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σχε‐ραί‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐χε‐ραί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδυσχεραίνω, αόρ.: δυσχάρανα, παθ.φωνή: δυσχεραίνομαι, π.αόρ.: δυσχεράνθηκα
- προκαλώ δυσχέρειες σε κάποιον ή κάτι, δυσκολεύω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δυσχερής
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δυσχεραίνω | δυσχέραινα | θα δυσχεραίνω | να δυσχεραίνω | δυσχεραίνοντας | |
β' ενικ. | δυσχεραίνεις | δυσχέραινες | θα δυσχεραίνεις | να δυσχεραίνεις | δυσχέραινε | |
γ' ενικ. | δυσχεραίνει | δυσχέραινε | θα δυσχεραίνει | να δυσχεραίνει | ||
α' πληθ. | δυσχεραίνουμε | δυσχεραίναμε | θα δυσχεραίνουμε | να δυσχεραίνουμε | ||
β' πληθ. | δυσχεραίνετε | δυσχεραίνατε | θα δυσχεραίνετε | να δυσχεραίνετε | δυσχεραίνετε | |
γ' πληθ. | δυσχεραίνουν(ε) | δυσχέραιναν δυσχεραίναν(ε) |
θα δυσχεραίνουν(ε) | να δυσχεραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δυσχέρανα | θα δυσχεράνω | να δυσχεράνω | δυσχεράνει | ||
β' ενικ. | δυσχέρανες | θα δυσχεράνεις | να δυσχεράνεις | δυσχέρανε | ||
γ' ενικ. | δυσχέρανε | θα δυσχεράνει | να δυσχεράνει | |||
α' πληθ. | δυσχεράναμε | θα δυσχεράνουμε | να δυσχεράνουμε | |||
β' πληθ. | δυσχεράνατε | θα δυσχεράνετε | να δυσχεράνετε | δυσχεράνετε | ||
γ' πληθ. | δυσχέραναν δυσχεράναν(ε) |
θα δυσχεράνουν(ε) | να δυσχεράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δυσχεράνει | είχα δυσχεράνει | θα έχω δυσχεράνει | να έχω δυσχεράνει | ||
β' ενικ. | έχεις δυσχεράνει | είχες δυσχεράνει | θα έχεις δυσχεράνει | να έχεις δυσχεράνει | ||
γ' ενικ. | έχει δυσχεράνει | είχε δυσχεράνει | θα έχει δυσχεράνει | να έχει δυσχεράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε δυσχεράνει | είχαμε δυσχεράνει | θα έχουμε δυσχεράνει | να έχουμε δυσχεράνει | ||
β' πληθ. | έχετε δυσχεράνει | είχατε δυσχεράνει | θα έχετε δυσχεράνει | να έχετε δυσχεράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν δυσχεράνει | είχαν δυσχεράνει | θα έχουν δυσχεράνει | να έχουν δυσχεράνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δυσχεραίνομαι | δυσχεραινόμουν(α) | θα δυσχεραίνομαι | να δυσχεραίνομαι | ||
β' ενικ. | δυσχεραίνεσαι | δυσχεραινόσουν(α) | θα δυσχεραίνεσαι | να δυσχεραίνεσαι | ||
γ' ενικ. | δυσχεραίνεται | δυσχεραινόταν(ε) | θα δυσχεραίνεται | να δυσχεραίνεται | ||
α' πληθ. | δυσχεραινόμαστε | δυσχεραινόμαστε δυσχεραινόμασταν |
θα δυσχεραινόμαστε | να δυσχεραινόμαστε | ||
β' πληθ. | δυσχεραίνεστε | δυσχεραινόσαστε δυσχεραινόσασταν |
θα δυσχεραίνεστε | να δυσχεραίνεστε | (δυσχεραίνεστε) | |
γ' πληθ. | δυσχεραίνονται | δυσχεραίνονταν δυσχεραινόντουσαν |
θα δυσχεραίνονται | να δυσχεραίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δυσχεράνθηκα | θα δυσχερανθώ | να δυσχερανθώ | δυσχερανθεί | ||
β' ενικ. | δυσχεράνθηκες | θα δυσχερανθείς | να δυσχερανθείς | δυσχεράνσου | ||
γ' ενικ. | δυσχεράνθηκε | θα δυσχερανθεί | να δυσχερανθεί | |||
α' πληθ. | δυσχερανθήκαμε | θα δυσχερανθούμε | να δυσχερανθούμε | |||
β' πληθ. | δυσχερανθήκατε | θα δυσχερανθείτε | να δυσχερανθείτε | δυσχερανθείτε | ||
γ' πληθ. | δυσχεράνθηκαν δυσχερανθήκαν(ε) |
θα δυσχερανθούν(ε) | να δυσχερανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δυσχερανθεί | είχα δυσχερανθεί | θα έχω δυσχερανθεί | να έχω δυσχερανθεί | ||
β' ενικ. | έχεις δυσχερανθεί | είχες δυσχερανθεί | θα έχεις δυσχερανθεί | να έχεις δυσχερανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δυσχερανθεί | είχε δυσχερανθεί | θα έχει δυσχερανθεί | να έχει δυσχερανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δυσχερανθεί | είχαμε δυσχερανθεί | θα έχουμε δυσχερανθεί | να έχουμε δυσχερανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δυσχερανθεί | είχατε δυσχερανθεί | θα έχετε δυσχερανθεί | να έχετε δυσχερανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δυσχερανθεί | είχαν δυσχερανθεί | θα έχουν δυσχερανθεί | να έχουν δυσχερανθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσχεραίνω
Πηγές
επεξεργασία- δυσχεραίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δυσχεραίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσχεραίνω < → λείπει η ετυμολογία δυσ- & → δείτε τη λέξη χείρ
Ρήμα
επεξεργασίαδυσχεραίνω
- (αμετάβατο) ενοχλούμαι από κάτι, δυσανασχετώ, εξοργίζομαι, εκνευρίζομαι, δυσαρεστούμαι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 201
- Ἐλθὼν δ᾽ ὁ κληθεὶς καὶ διαναγνοὺς τὸν λόγον, —τὰ γὰρ μεταξὺ τί δεῖ λέγοντα διατρίβειν;— ἐδυσχέρανε μὲν ἐπ᾽ οὐδενὶ τῶν γεγραμμένων, ἐπῄνεσεν δ᾽ ὡς δυνατὸν μάλιστα, καὶ διελέχθη περὶ ἑκάστου τῶν μερῶν παραπλησίως οἷς ἡμεῖς ἐγιγνώσκομεν·
- Εκείνος ήρθε, διάβασε όλον τον λόγο —δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβώ, αναφέροντας τα ενδιάμεσα— και όχι μόνο δεν δυσανασχέτησε για τίποτε από τα γραφόμενα, αλλά τα επαίνεσε κιόλας όσο πιο θερμά μπορούσε, και εξέφρασε για το κάθε μέρος χωριστά απόψεις παραπλήσιες με τις δικές μας.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Ἐλθὼν δ᾽ ὁ κληθεὶς καὶ διαναγνοὺς τὸν λόγον, —τὰ γὰρ μεταξὺ τί δεῖ λέγοντα διατρίβειν;— ἐδυσχέρανε μὲν ἐπ᾽ οὐδενὶ τῶν γεγραμμένων, ἐπῄνεσεν δ᾽ ὡς δυνατὸν μάλιστα, καὶ διελέχθη περὶ ἑκάστου τῶν μερῶν παραπλησίως οἷς ἡμεῖς ἐγιγνώσκομεν·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 149f
- Ἐπεὶ δ᾽ εἰσήλθομεν, ἤδη μεῖζον ὁ Θαλῆς φθεγξάμενος «ποῦ δ᾽» εἶπεν «ὁ ἀνὴρ κατακλινάμενος ἐδυσχέρανεν;»
- Όταν μπήκαμε στην αίθουσα, ο Θαλής ρώτησε πια με φωνή πιο δυνατή από τη συνηθισμένη του: «Και ποιά είναι η θέση στο τραπέζι που έκανε τον άνθρωπο να δυσανασχετήσει;»
- Μετάφραση (2004): Λυπουρλής, Δημήτριος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
- Ἐπεὶ δ᾽ εἰσήλθομεν, ἤδη μεῖζον ὁ Θαλῆς φθεγξάμενος «ποῦ δ᾽» εἶπεν «ὁ ἀνὴρ κατακλινάμενος ἐδυσχέρανεν;»
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 4.2
- τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἐδυσχέραινόν τινες τῶν Ἀθηναίων τὸ Λακεδαιμονίοις ὄντας φίλους γενέσθαι τοῖς ἐναντίοις αὐτῶν συμμάχους·
- Στην αρχή δυσαρεστήθηκαν μερικοί Αθηναίοι με την ιδέα ότι, αν και φίλοι των Λακεδαιμονίων, θα συμμαχούσαν με τους αντιπάλους τους·
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἐδυσχέραινόν τινες τῶν Ἀθηναίων τὸ Λακεδαιμονίοις ὄντας φίλους γενέσθαι τοῖς ἐναντίοις αὐτῶν συμμάχους·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 201
- δεν μπορώ να υποφέρω κάτι, δεν μπορώ να αντέξω κάτι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 86
- ὡς δ᾽ ἐδυσχέραινον οὗτοι τὸ πρᾶγμα καὶ οὐδετέρους ἔπειθεν, ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθεὶς ἀπελθὼν τί ποιεῖ;
- επειδή όμως αυτοί αγανάκτησαν για την προσφορά και αφού απέτυχε να πείσει και τον ένα και τους άλλους, αναχώρησε με απειλές και βαριές ύβρεις· και τί έκαμε;
- Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ἐδυσχέραινον οὗτοι τὸ πρᾶγμα καὶ οὐδετέρους ἔπειθεν, ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθεὶς ἀπελθὼν τί ποιεῖ;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 86
- (μεταβατικό) προκαλώ ενόχληση, ενοχλώ, εξοργίζω
- (+ απαρέμφατο) δεν καταδέχομαι, δεν θέλω να κάνω κάτι, απορρίπτω κάτι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4, 1126b
- τούτων δ᾽ ὅσας μὲν αὐτῷ ἐστὶ μὴ καλὸν ἢ βλαβερὸν συνηδύνειν, δυσχερανεῖ, καὶ προαιρήσεται λυπεῖν· κἂν τῷ ποιοῦντι δ᾽ ἀσχημοσύνην φέρῃ, καὶ ταύτην μὴ μικράν, ἢ βλάβην, ἡ δ᾽ ἐναντίωσις μικρὰν λύπην, οὐκ ἀποδέξεται ἀλλὰ δυσχερανεῖ.
- και όποτε δεν είναι ωραίο γι᾽ αυτόν ή του είναι βλαβερό το να προκαλεί ευχαρίστηση, θα το αποποιηθεί, και θα προτιμήσει να γίνει πρόξενος λύπης· και αν η συναίνεσή του στην πράξη κάποιου άλλου πρόκειται να προκαλέσει ντροπή και ατίμωση (και μάλιστα όχι μικρή) ή βλάβη, ενώ η εναντίωσή του θα προκαλέσει μικρή λύπη, δεν θα συναινέσει, αλλά θα το αποποιηθεί.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- τούτων δ᾽ ὅσας μὲν αὐτῷ ἐστὶ μὴ καλὸν ἢ βλαβερὸν συνηδύνειν, δυσχερανεῖ, καὶ προαιρήσεται λυπεῖν· κἂν τῷ ποιοῦντι δ᾽ ἀσχημοσύνην φέρῃ, καὶ ταύτην μὴ μικράν, ἢ βλάβην, ἡ δ᾽ ἐναντίωσις μικρὰν λύπην, οὐκ ἀποδέξεται ἀλλὰ δυσχερανεῖ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4, 1126b
- (για συζήτηση) δημιουργώ δυσκολίες, είμαι δύστροπος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 20
- ὑστερίζετε, ἀναλίσκετε· ὅτῳ παραδώσετε τὰ πράγματα ζητεῖτε, δυσχεραίνετε· ἀλλήλους αἰτιᾶσθε. ἀφ᾽ οὗ δὲ ταῦτα γίγνεται ἐγὼ διδάξω, καὶ ὅπως παύσεται λέξω.
- καθυστερείτε, σπαταλάτε χρήματα, αναζητάτε αυτόν στον οποίο θα εμπιστευθείτε τις υποθέσεις σας, δημιουργείτε δυσκολίες, κατηγορείτε ο ένας τον άλλον. Εγώ όμως θα σας εξηγήσω από πού δημιουργούνται αυτά και πώς θα τα σταματήσετε.
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὑστερίζετε, ἀναλίσκετε· ὅτῳ παραδώσετε τὰ πράγματα ζητεῖτε, δυσχεραίνετε· ἀλλήλους αἰτιᾶσθε. ἀφ᾽ οὗ δὲ ταῦτα γίγνεται ἐγὼ διδάξω, καὶ ὅπως παύσεται λέξω.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 20
- (στην παθητική φωνή) είμαι μισητός, μισούμαι
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- δυσχεραινόντως (επίρρημα)
- δυσχέρανσις
- δυσχεραντέον
- δυσχεραντικός
- δυσχέρασμα
- δυσχερασμός
- δυσχέρεια
- δυσχερής
- δυσχέρημα
- δυσχερῶς (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- δυσχεραίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσχεραίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.