Δείτε επίσης: ἐκνευρίζομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kneˈvɾi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κνευ‐ρί‐ζο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: εκ‐νευ‐ρί‐ζο‐με

εκνευρίζομαι, π.αόρ.: εκνευρίστηκα, μτχ.π.π.: εκνευρισμένος, (ενεργ.: εκνευρίζω)

  1. παθητική φωνή του ρήματος εκνευρίζω
  2. στην παθητική φωνή: χάνω την ψυχραιμία μου
     συνώνυμα: θυμώνω, οργίζομαι

→ δείτε την κλίση στο εκνευρίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία