Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκνευρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκνευρισμέν
ος
η
εκνευρισμέν
η
το
εκνευρισμέν
ο
γενική
του
εκνευρισμέν
ου
της
εκνευρισμέν
ης
του
εκνευρισμέν
ου
αιτιατική
τον
εκνευρισμέν
ο
την
εκνευρισμέν
η
το
εκνευρισμέν
ο
κλητική
εκνευρισμέν
ε
εκνευρισμέν
η
εκνευρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκνευρισμέν
οι
οι
εκνευρισμέν
ες
τα
εκνευρισμέν
α
γενική
των
εκνευρισμέν
ων
των
εκνευρισμέν
ων
των
εκνευρισμέν
ων
αιτιατική
τους
εκνευρισμέν
ους
τις
εκνευρισμέν
ες
τα
εκνευρισμέν
α
κλητική
εκνευρισμέν
οι
εκνευρισμέν
ες
εκνευρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκνευρισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκνευρίζω
Μετοχή
επεξεργασία
εκνευρισμένος -η -ο
που έχει
εκνευριστεί
, που έχει
νεύρα
ή
νευρικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκνευρισμένος
αγγλικά
:
irritated
(en)
,
annoyed
(en)
γαλλικά
:
énervé
(fr)