νευρικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαο πληθυντικός είναι δημώδης
Ετυμολογία
επεξεργασία- νευρικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευρικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του νευρικού, ψυχική υπερένταση, αναστάτωση
- (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) αμηχανία
- (μεταφορικά), (οικονομία) για τιμές ή συμπεριφορές που δεν έχουν κατασταλάξει στην αγορά
- (τεχνολογία) νευρωτικότητα καταγραφής πληροφορίας (δεδομένων ή οπτικοακουστικής), τζιτάρισμα