Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευρικότητα οι νευρικότητες
      γενική της νευρικότητας των νευρικοτήτων
    αιτιατική τη νευρικότητα τις νευρικότητες
     κλητική νευρικότητα νευρικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ο πληθυντικός είναι δημώδης

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευρικότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευρικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του νευρικού, ψυχική υπερένταση, αναστάτωση
  2. (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) αμηχανία
  3. (μεταφορικά), (οικονομία) για τιμές ή συμπεριφορές που δεν έχουν κατασταλάξει στην αγορά
  4. (τεχνολογία) νευρωτικότητα καταγραφής πληροφορίας (δεδομένων ή οπτικοακουστικής), τζιτάρισμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία