ψυχραιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχραιμία | οι | ψυχραιμίες |
γενική | της | ψυχραιμίας | — | |
αιτιατική | την | ψυχραιμία | τις | ψυχραιμίες |
κλητική | ψυχραιμία | ψυχραιμίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.xɾeˈmi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψυχραιμία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η διατήρηση του αυτοέλεγχου σε κρίσιμες στιγμές που επιτρέπει την αντιμετώπισή τους με τη λογική και χωρίς ακραία συναισθήματα πανικού ή θυμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχραιμία