Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοέλεγχος οι αυτοέλεγχοι
      γενική του αυτοελέγχου
αυτοέλεγχου
των αυτοελέγχων
    αιτιατική τον αυτοέλεγχο τους αυτοελέγχους
     κλητική αυτοέλεγχε αυτοέλεγχοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοέλεγχος < αυτο- + έλεγχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ftoˈe.leŋ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐έ‐λεγ‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοέλεγχος αρσενικό

  1. ο έλεγχος πάνω στον εαυτό μας, η αυτοσυγκράτηση, η αυτοκυριαρχία
  2. ο έλεγχος από εμάς τους ίδιους των δικών μας πράξεων για λάθη ή παραλείψεις
  3. η δική μας αποδοκιμασία για λάθη και παραλείψεις μας, ο έλεγχος από τη συνείδησή μας

  Μεταφράσεις επεξεργασία