πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδοκιμασία οι αποδοκιμασίες
      γενική της αποδοκιμασίας των αποδοκιμασιών
    αιτιατική την αποδοκιμασία τις αποδοκιμασίες
     κλητική αποδοκιμασία αποδοκιμασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.ðo.ci.maˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποδοκιμασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποδοκιμασία θηλυκό

  • το να αποδοκιμάζω κάποιον ή το αποτέλεσμα του να αποδοκιμάζω κάποιον
      η αποδοκιμασία των οπαδών κατά του διαιτητή ήταν έντονη μετά το τελευταίο σφύριγμα του αγώνα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία