• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επιδοκιμασία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδοκιμασία οι επιδοκιμασίες
      γενική της επιδοκιμασίας των επιδοκιμασιών
    αιτιατική την επιδοκιμασία τις επιδοκιμασίες
     κλητική επιδοκιμασία επιδοκιμασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιδοκιμασία < επιδοκιμάζω + -σία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική approuver)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επιδοκιμασία θηλυκό

  • το να επιδοκιμάζω κάποιον ή το αποτέλεσμα του να επιδοκιμάζω κάποιον

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ανευφημία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • αποδοκιμασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επιδοκιμασία
  • αγγλικά : approbation (en), approval (en)
  • γαλλικά : approbation (fr)
  • ιταλικά : approvazione (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επιδοκιμασία&oldid=5626548"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Νοεμβρίου 2022, στις 01:54
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Νοεμβρίου 2022, στις 01:54.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie