ανευφημία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανευφημία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνευφημία[1] < αρχαία ελληνική ἀνευφμέω / ἀνευφημῶ. Μορφολογικά, ανευφημ(ώ) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανευφημία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανευφημία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .