ενικός         πληθυντικός  
approval approvals

  Ετυμολογία

επεξεργασία
approval < approve + -al

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

approval (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η έγκριση, η αίσθηση ότι κάποιος ή κάτι είναι καλό ή δεκτό· θετική γνώμη για κάποιον ή κάτι
    ⮡  I am looking for your approval.
    Ζήτω την έγκρισή σας.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έγκριση, συμφωνία ή άδεια για κάτι, ειδικά ένα σχέδιο ή αίτημα
    ⮡  In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.
    Για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα.

Συνώνυμα

επεξεργασία