Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
blessing blessings

blessing (en)

  1. (θρησκεία) η ευλογία
    ⮡  The Patriarch gave his blessing to the congregation.
    Ο Πατριάρχης έδωσε την ευλογία του στο εκκλησίασμα.
  2. η ευλογία, η έγκριση για κάτι
    ⮡  I set out to foreign lands with my father’s blessing.
    Ξεκίνησα για τα ξένα με την ευλογία του πατέρα μου.
    ⮡  I gave my blessing to the proposal.
    Έδωσα την έγκριση μου στην πρόταση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη approval
  3. η ευλογία, η παρηγοριά, κάτι που είναι καλό ή χρήσιμο
    ⮡  the blessing of peace - η ευλογία της ειρήνης
    ⮡  Good children are a blessing (from God).
    Τα καλά παιδιά είναι ευλογία (Θεού).
    ⮡  It’s a blessing to know that…
    Είναι παρηγοριά να ξέρεις ότι…

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

blessing (en)