blessing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
blessing | blessings |
blessing (en)
- (θρησκεία) η ευλογία
- ⮡ The Patriarch gave his blessing to the congregation.
- Ο Πατριάρχης έδωσε την ευλογία του στο εκκλησίασμα.
- ⮡ The Patriarch gave his blessing to the congregation.
- η ευλογία, η έγκριση για κάτι
- η ευλογία, η παρηγοριά, κάτι που είναι καλό ή χρήσιμο
- ⮡ the blessing of peace - η ευλογία της ειρήνης
- ⮡ Good children are a blessing (from God).
- Τα καλά παιδιά είναι ευλογία (Θεού).
- ⮡ It’s a blessing to know that…
- Είναι παρηγοριά να ξέρεις ότι…
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαblessing (en)