↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυγκράτηση οι αυτοσυγκρατήσεις
      γενική της αυτοσυγκράτησης* των αυτοσυγκρατήσεων
    αιτιατική την αυτοσυγκράτηση τις αυτοσυγκρατήσεις
     κλητική αυτοσυγκράτηση αυτοσυγκρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυγκρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοσυγκράτηση < αυτοσυγκρατούμαι + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοσυγκράτηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία