• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αυτοσυγκράτηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυγκράτηση οι αυτοσυγκρατήσεις
      γενική της αυτοσυγκράτησης
& αυτοσυγκρατήσεως
των αυτοσυγκρατήσεων
    αιτιατική την αυτοσυγκράτηση τις αυτοσυγκρατήσεις
     κλητική αυτοσυγκράτηση αυτοσυγκρατήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αυτοσυγκράτηση < αυτοσυγκρατούμαι + -ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αυτοσυγκράτηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοσυγκρατούμαι

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • αυτοσυγκράτημα

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αυτοέλεγχος
  • αυτοκυριαρχία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αυτοσυγκράτηση
  • αγγλικά : self-restraint (en), self-control (en), inhibition (en)
  • γαλλικά : retenue (fr), réserve (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αυτοσυγκράτηση&oldid=4997029"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Φεβρουαρίου 2021, στις 11:10

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Φεβρουαρίου 2021, στις 11:10.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie