ενικός         πληθυντικός  
retenue retenues

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

retenue (fr) θηλυκό

  1. η εγκράτεια
  2. η παρακράτηση, η κράτηση
  3. η αυτοσυγκράτηση

retenue (fr)

  • → δείτε τη λέξη retenir