Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακράτηση οι παρακρατήσεις
      γενική της παρακράτησης* των παρακρατήσεων
    αιτιατική την παρακράτηση τις παρακρατήσεις
     κλητική παρακράτηση παρακρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακράτηση < παρακρατώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακράτηση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρακρατώ
    παρακράτηση φόρου

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία