inhibition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinhibition (en)
- η αναστολή
- η αυτοσυγκράτηση
- συμπεριφορικός περιορισμός
- ο αυτοπεριορισμός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inhibition | inhibitions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinhibition (fr) θηλυκό
- η αναστολή