γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό inhibé inhibés
θηλυκό inhibée inhibées

  Επίθετο

επεξεργασία

inhibé (fr)

  1. παρεμποδισμένος
  2. (μεταφορικά) ντροπαλός

inhibé (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη inhiber