Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεμποδισμένος η παρεμποδισμένη το παρεμποδισμένο
      γενική του παρεμποδισμένου της παρεμποδισμένης του παρεμποδισμένου
    αιτιατική τον παρεμποδισμένο την παρεμποδισμένη το παρεμποδισμένο
     κλητική παρεμποδισμένε παρεμποδισμένη παρεμποδισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεμποδισμένοι οι παρεμποδισμένες τα παρεμποδισμένα
      γενική των παρεμποδισμένων των παρεμποδισμένων των παρεμποδισμένων
    αιτιατική τους παρεμποδισμένους τις παρεμποδισμένες τα παρεμποδισμένα
     κλητική παρεμποδισμένοι παρεμποδισμένες παρεμποδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεμποδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρεμποδίζω

  Μετοχή επεξεργασία

παρεμποδισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία