inhiber
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- inhiber < (άμεσο δάνειο) λατινική inhibeo
Ρήμα επεξεργασία
inhiber (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- inhiber - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- inhiber - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé