Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσκολεύω < δύσκολος

δυσκολεύω (παθητική φωνή: δυσκολεύομαι)

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι δυσκολότερο από όσο ήταν
     συνώνυμα: δυσχεραίνω
    η κακοκαιρία δυσκολεύει τη διέλευση των οχημάτων από τη γέφυρα
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο δύσκολος
    η ανάβαση από αυτό το σημείο και μετά δυσκολεύει και πρέπει να προσέχεις

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία