δυσκολεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσκολεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δυσκολεύω
Μετοχή
επεξεργασίαδυσκολεμένος, -η, -ο
- που έχει γίνει πιο δύσκολος
- ※ Η ανάσα του ακουγότανε μέσα, ξεχώριζε, βαριά, κομμένη, δυσκολεμένη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσκολεμένος
|