difficult
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | difficult |
συγκριτικός | more difficult |
υπερθετικός | most difficult |
Επίθετο
επεξεργασίαdifficult (en)
- δύσκολος, δυσκολεύω, δυσχεραίνω, που δεν είναι εύκολο· που χρειάζεται προσπάθεια ή δεξιότητα για να γίνει ή να κατανοηθεί
- ⮡ difficult pronunciation - δύσκολη προφορά
- ⮡ I find it difficult to refuse.
- Το βρίσκω δύσκολο ν' αρνηθώ.
- ⮡ Don’t make things difficult for us.
- Μη μας δυσκολεύεις τα πράγματα.
- ⮡ The climb from this point on becomes difficult/gets difficult and you need to be careful.
- Η ανάβαση από αυτό το σημείο και μετά δυσκολεύει και πρέπει να προσέχεις.
- ⮡ The lessons got difficult.
- Δυσκόλεψαν τα μαθήματα.
- ⮡ Math is difficult for him.
- Τον δυσκολεύουν τα μαθηματικά.
- ⮡ His refusal to cooperate makes the situation even more difficult.
- Η άρνησή του να συνεργαστεί δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
- ⮡ It is difficult to describe the pain.
- Είναι δυσπερίγραπτος ο πόνος.
- δύσκολος, δυσκολεύω, δυστροπώ, που είναι γεμάτα προβλήματα· που προκαλεί πολλά προβλήματα
- ⮡ difficult times - δύσκολοι καιροί
- ⮡ I’m going through difficult times.
- Περνάω δύσκολες ώρες.
- ⮡ He is in a difficult position.
- Βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
- ⮡ I will make his life difficult.
- Θα του δυσκολέψω τη ζωή.
- ⮡ He’s being difficult about paying.
- Δυστροπεί να πληρώσει.
- δύσκολος, δυστροπώ, για ανθρώπους που δεν είναι εύκολο να ευχαριστηθούν· που δεν βοηθούν
- ⮡ a difficult customer - δύσκολος πελάτης
- ⮡ difficult children - δύσκολα παιδιά
- ⮡ He is a difficult man.
- Είναι δύσκολος άνθρωπος.
- ⮡ He is difficult to deal with.
- Είναι δύσκολος στις συναλλαγές του.
- ⮡ The manager of the bank was being difficult about the loan.
- Ο διευθυντής της τράπεζας δυστροπούσε για το δάνειο.